- αδελφομαχία
- η1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + -μαχία < -μάχος < μάχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek